- αντίδερο
- Νεότερη παραφθορά της λέξης αντίδωρο,που σημαίνει κομμάτι από το πρόσφορο που μοιράζεται μετά την απόλυση της χριστιανικής ορθόδοξης λειτουργίας στους πιστούς «αντί του μεγάλου εκείνου δώρου τής φρικτής Θείας Κοινωνίας» (Συμεών Θεσσαλονίκης). Άλλοτε μοιραζόταν μόνο σε όσους δεν είχαν κοινωνήσει. Πολλοί θεωρούν το α. κατάλοιπο από τις αγάπες των πρώτων χριστιανικών χρόνων.
Dictionary of Greek. 2013.